ακαθυστέρητος

ακαθυστέρητος
η , ο [ος , ον ]
1) (совершаемый) без задержки, без опоздания; незамедлительный; 2) пунктуальный, аккуратный, точный; 3) не отстающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακαθυστέρητος" в других словарях:

  • ἀκαθυστέρητος — lacking nothing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαθυστέρητος — η, ο (ΑΜ ἀκαθυστέρητος, ον) [καθυστερῶ] (μσν. νεολλ.) αυτός που έγινε ή έφθασε χωρίς καθυστέρηση αρχ. εκείνος που δεν υστερεί σε τίποτε, που δεν του λειπεί τίποτε …   Dictionary of Greek

  • ακαθυστέρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν καθυστέρησε, δε βράδυνε: Τις επιστολές και τα δείγματα τα πήραμε ακαθυστέρητα. 2. αυτός που δεν είναι πίσω από τους άλλους σε προοδευτικότητα κτλ.: Είναι χώρα ακαθυστέρητη από κάθε πλευρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαθυστέρητον — ἀκαθυστέρητος lacking nothing masc/fem acc sg ἀκαθυστέρητος lacking nothing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθυστερήτους — ἀκαθυστέρητος lacking nothing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθυστέρητα — ἀκαθυστέρητος lacking nothing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»